επιθρυλώ

επιθρυλώ
ἐπιθρυλῶ, -έω (Α)
1. ενοχλώ, διαταράσσω
2. διακηρύσσω, δημοσιεύω με θόρυβο
3. διαδίδω για να κατηγορήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρυλώ «διαδίδω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”